- ἀπόκτισις
- ἀπόκτῐσις, εως, ἡ,A planting of a colony, Call.Ap.74, D.H.1.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
απόκτισις — ἀπόκτισις, η (Α) [κτίζω] ίδρυση αποικίας … Dictionary of Greek
ἀπόκτισις — planting of a colony fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόκτισιν — ἀπόκτισις planting of a colony fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκτίσεως — ἀποκτίσεω̆ς , ἀπόκτισις planting of a colony fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)